ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Γιάννης Σπανός στα χρόνια του Παρισιού

0

Πρόκειται για μία από τις -μετρημένες στα δάχτυλα των χεριών- περιπτώσεις «γεννημένων μελωδών» στην ελληνική μουσική του 20ου αιώνα. Προικισμένος με διακριτό και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό προσωπικό στίγμα, ο Γιάννης Σπανός μας χάρισε επί πέντε δεκαετίες αρκετές από τις ομορφότερες μουσικές στιγμές που υπήρξαν ποτέ. Οι οποίες, άμα τη εμφανίσει του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, έφεραν έναν κομψό και κοσμοπολίτικο ευρωπαϊκό αέρα που ενσωματώθηκε με άνεση στο συλλογικό αυτί των νεοελλήνων, σαν ένα κομμάτι που έλειπε μέχρι τότε από το παζλ.

Εκτός της γενικότερης συμβολής του στο μεταπολεμικό ελληνικό τραγούδι, ο Σπανός θεωρείται ως ο σημαντικότερος συνθέτης του «νέου κύματος», του ιδιαίτερου είδους τραγουδιού που άνθισε στις μπουάτ του ’60 με τη λιτή συνοδεία μιας κιθάρας ή ενός πιάνου. Πρόκειται για την καθ’ ημάς εκδοχή ενός συνολικού -μιας και εκφράστηκε τόσο στη μουσική όσο και στον κινηματογράφο- αισθητικού ρεύματος που είχε ως μητρόπολη το Παρίσι. Την πόλη που ο Γιάννης Σπανός είχε ως μόνιμη έδρα, πριν ακόμα τον γνωρίσουμε ως δημιουργό στην Ελλάδα (όπου επέστρεφε μόνο τα καλοκαίρια), επί δεκαπέντε συνεχόμενα χρόνια. Με τα τραγούδια που έγραψε εκεί να ερμηνεύονται από τις μεγαλύτερες φίρμες του γαλλικού τραγουδιού και με το λήμμα Yani Spanos στους δισκογραφικούς οδηγούς και τα λεξικά να μας φανερώνει ότι υπήρξε παραγωγικότατος, έχοντας ουκ ολίγες επιτυχίες στο ενεργητικό του.

Η μεγάλη απόφαση

Ο Σπανός γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Κιάτο της Κορινθίας. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος. Στα εφηβικά του χρόνια ήρθε στην Αθήνα, όπου και τελείωσε το 8ο Γυμνάσιο στην Πλατεία Κολιάτσου. Την ίδια εποχή ήρθαν και οι πρώτες μουσικές αναζητήσεις: γράφτηκε στο Ωδείο και άρχισε μαθήματα πιάνου, στο οποίο γρήγορα φάνηκε ότι είχε έφεση. Αν και ο διαφαινόμενος επαγγελματικός του προσανατολισμός –όπως οριζόταν από τις προτεραιότητες μιας μεσοαστικής οικογένειας της εποχής- απέκλειε μια τέτοια προοπτική. Ο ίδιος θυμάται εκείνα τα χρόνια ως εξής: 

«Μετά το Γυμνάσιο ψαχνόμουνα μουσικά. Τότε μεσουρανούσαν στον ελληνικό χώρο διάφορα πράγματα, εγώ όμως ένιωθα ότι αναζητούσα κάτι διαφορετικό. Το οποίο δεν ήξερα κιόλας τι ακριβώς είναι. Έμπαινε βέβαια και το ζήτημα ως προς το τι επάγγελμα θ’ ακολουθήσω. Ο πατέρας μου, όπως όλοι οι πατεράδες, με ήθελε επιστήμονα, ούτε λόγος ν’ ακούσει για μουσική. Μου έκανε πάντως το δώρο ενός μεγάλου ταξιδιού στην Ευρώπη, που είχε διάρκεια ενός χρόνου. Έτσι, πέρασα για ένα μικρό διάστημα από Ιταλία, Γερμανία και Αγγλία και κατέληξα στο Παρίσι, η ατμόσφαιρα του οποίου αμέσως κατάλαβα ότι μου ταίριαζε. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, μπήκα στη Νομική για να κάνω το χατίρι του πατέρα μου. Αλλά μετά από λίγο αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό που είχα στο κεφάλι μου και έφυγα ξανά για το Παρίσι.»

Πως τον λεν, πως τον λεν τον ποταμό…

Μόλις εγκαταστάθηκε μόνιμα στην «Πόλη του Φωτός» το 1961, ο νεαρός Γιάννης Σπανός πήρε την απόφαση -αν και οι σχέσεις με την οικογένειά του ήταν και παρέμειναν άριστες- να μην ξαναζητήσει χρηματική βοήθεια απ’ αυτήν. Ήθελε να τα καταφέρει μόνος του. Έτσι, και εφόσον το να παίζει πιάνο ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να του εξασφαλίσει μεροκάματο, άρχισε τις ακροάσεις παντού όπου ζητούσαν κάποιον πιανίστα. Σιγά- σιγά άρχιζε να μπαίνει στις μπουάτ ως ακομπανιατέρ, συνοδεύοντας δηλαδή διάφορους τραγουδιστές της λεγόμενης «αριστερής όχθης». Εκείνα τα χρόνια στο γαλλικό τραγούδι ίσχυε ένας κάθετος διαχωρισμός, που εκφραζόταν με «γεωγραφικούς» όρους: η αριστερή και η δεξιά όχθη του Σηκουάνα. Ο Σπανός μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες επ’ αυτού: «Επρόκειτο για δύο διαφορετικά ρεύματα: η δεξιά όχθη ήταν η «εμπορική» και η αριστερή η «ποιοτική». Για να φέρω μερικά παραδείγματα, ο Brassens, ο Reggiani και η Barbara ανήκαν στην αριστερή όχθη, ενώ ο Aznavour και ο Becaud στην δεξιά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η γαλλική παράδοση του τραγουδιού –και ειδικά στην αριστερή όχθη- έδινε πολύ μεγάλη σημασία στο μελοποιημένο κείμενο (το οποίο αρκετά συχνά ήταν ενός μεγάλου ποιητή), αλλά και την ερμηνεία του. Γι’ αυτό και λέμε συνήθως για κάποιον πως είναι interprète και όχι chanteur, δηλαδή ερμηνευτής και όχι τραγουδιστής. Διότι τα περισσότερα γαλλικά τραγούδια τότε ήταν σαν μικρά μονόπρακτα.»

Ακομπανιατέρ

Σιγά- σιγά, η επιδεξιότητα του νεαρού έλληνα στο πιάνο έγινε γνωστή σε όλη την αριστερή όχθη. Οπότε δεν άργησαν και οι σοβαρές επαγγελματικές προτάσεις: «Η πρώτη που μου ζήτησε να γίνω προσωπικός της ακομπανιατέρ ήταν η Cora Vaucaire, που όλοι την αποκαλούσαν «La Dame Blanche de Saint-Germain-des-Prés», δηλαδή «η Λευκή Κυρία του Σεν Ζερμαίν Ντε Πρε.» Επρόκειτο για ένα πολύ μεγάλο όνομα του γαλλικού τραγουδιού, μια διανοούμενη ερμηνεύτρια, λίγο μικρότερη σε ηλικία από την Edith Piaf. Ο άντρας της, ο Michel Vaucaire ήταν ο στιχουργός της μεγάλης επιτυχίας Non, Je Ne Regrette Rien που τραγούδησε η Piaf. Αργότερα, η Cora Vaucaire ερμήνευσε σε δίσκους και δικά μου τραγούδια. Μια ακόμα ευκαιρία ως ακομπανιατέρ μου έδωσε ο Serge Gainsbourg, με την μεγάλη καριέρα στη μουσική και τον κινηματογράφο. Τραγουδούσε ο ίδιος τότε, και ήταν πολύ δύσκολος. Τόσο σαν χαρακτήρας, αλλά και τα τραγούδια του ήταν δύσκολα, σ’ αυτό το είδος της -ας πούμε – γαλλικής τζαζ. Με τον Gainsbourg ένιωσα πως έπεσα ξαφνικά στα βαθιά νερά.» Ανάμεσα σ’ αυτούς με τους οποίους ο Σπανός συνεργάστηκε ως ακομπανιατέρ τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι ήταν και η Béatrice Arnac, ηθοποιός και τραγουδίστρια. Την συνόδεψε στο πιάνο κατά την ηχογράφηση του δίσκου βινυλίου 10 ιντσών με τίτλο Béatrice Arnac chante Alain Saury, όπου η Arnac ερμήνευσε δέκα τραγούδια σε στίχους του συζύγου της, Alain Saury, τρία εκ των οποίων (CourierduCoeur, LeNavire και Lestueurs) σε μουσική του Yani Spanos. Ο εν λόγω δίσκος τιμήθηκε το 1963 με το βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros.

Η Μπε- Μπε, ο Marcel Rothel και οι άλλοι

Με την μεσολάβηση του κοινού τους φίλου Jean-Max Rivière, ο Γιάννης Σπανός γνωρίζει την Brigitte Bardot, που είχε ήδη ανακηρυχτεί ως το απόλυτο sexsymbol, και η οποία ερμήνευσε το τραγούδι του Sidonie (στίχοι: Charles Cros), που ακούγονταν στην ταινία Vie privée του Louis Malle (1962). Η δισκογραφική επιτυχία του τραγουδιού έδωσε στην μεν Bardot το έναυσμα ώστε να ξεκινήσει και τραγουδιστική καριέρα, στον δε Σπανό τη δυνατότητα να ηχογραφήσει με τη φωνή της άλλα τρία τραγούδια (Les amis de la musique, Rosed’ eau και Une histoire de plage, όλα σε στίχους του J.M. Rivière), που κυκλοφόρησαν το 1963. Είκοσι χρόνια μετά, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε για δίσκο η Bardot ήταν και πάλι του Γιάννη Σπανού και είχε τον τίτλο Lachasse(1982). Παράλληλα σχεδόν με την Bardot, άρχισε η συνεργασία με τον Marcel Rothel, ο οποίος εξελίχτηκε σε προσωπικό τραγουδιστή του έλληνα συνθέτη, εφόσον την επόμενη τριετία (1964-66) ερμήνευσε είκοσι τραγούδια του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε πέντε δίσκους extendedplay 45 στροφών. Ανάμεσά τους, το Etc’ etaitl’ amour, που είχε ήδη τραγουδήσει στην Ελλάδα ο Γιάννης Πουλόπουλος με τον τίτλο Μια φορά μονάχα φτάνει, αλλά και το Linardo, που αρκετά χρόνια αργότερα ερμήνευσε στα ελληνικά η Χάρις Αλεξίου. Εκτός των προαναφερθέντων, τραγούδια του Σπανού ερμήνευσαν επίσης αρκετά γνωστά ονόματα της γαλλικής μουσικής σκηνής, όπως η Marie Laforêt (με τη φωνή της έγινε επιτυχία το Roseline, το κατοπινό Επεισόδιο που τραγούδησε στα ελληνικά η Δήμητρα Γαλάνη), η Pia Colombo («μια καταπληκτική ερμηνεύτρια, της σχολής της Piaf, αλλά πιο δραματική», ηχογράφησε το τραγούδι Lesbeauxamoureux) η Catherine Sauvage, η Michele Arnaud, η Claude Parent, ο Marc Ogeret κ.α. Ακόμα, η Γιοβάννα και η Σούλα Μαρκίζη (πρόκειται για την Σούλα Μπιρμπίλη), οι οποίες τραγούδησαν τραγούδια του στα γαλλικά, ελπίζοντας στην διεθνή καταξίωση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως εκδότρια (publisher) των γαλλικών τραγουδιών του Σπανού σε παρτιτούρες ήταν η Marcelle Legrand, μητέρα του συνθέτη Michel Legrand.  

Juliette Gréco

Όμως η πλέον σημαντική συνεργασία του Γιάννη Σπανού ήταν αυτή με την Juliette Gréco, μια από τις πιο κεντρικές φυσιογνωμίες του μεταπολεμικού γαλλικού chanson, η οποία διετέλεσε και μούσα της παρέας του φιλοσοφικού ρεύματος των – υπό τον Jean-Paul Sartre- υπαρξιστών. Ας δούμε όμως πως ο ίδιος ο Σπανός θυμάται αυτή την περίοδο: «Η γνωριμία μου με την Juliette Gréco ήταν περιπετειώδης: είχα γράψει κάποια τραγούδια τα οποία πίστευα ότι ταιριάζουν στη φωνή της και προσπαθούσα να την πλησιάσω. Όμως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, κάθε φορά που επικοινωνούσα με το σπίτι της, έβρισκα στο τηλέφωνο μια αντρική φωνή που, μόλις άκουγε το όνομά μου. έβρισκε πάντα μια δικαιολογία και δεν μου την έδινε. Μια μέρα όμως έτυχε να σηκώσει το τηλέφωνο η ίδια. Αφού μου είπε ότι γνώριζε ήδη αρκετά τραγούδια μου και με εκτιμούσε, μου έκλεισε αμέσως ραντεβού. Πήγα λοιπόν στο σπίτι της, ένα φανταστικό σπίτι. Αυτό το πρώτο βράδυ φάγαμε μαζί με τον Michel Piccoli και την Françoise Sagan, οι οποίοι ήταν επίσης καλεσμένοι. Εγώ ήμουνα πολύ «ψαρωμένος» βέβαια, αν και η ομήγυρη με δέχτηκε πολύ φιλικά. Εκείνη την εποχή κάπνιζα, όμως παντού γύρω μου έβλεπα τόσα κρύσταλλα που δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο είναι τασάκι και ποιο βάζο πολυτελείας. Άσε που στο τραπέζι υπήρχαν ένα σωρό μαχαιροπήρουνα και δεν ήξερα ποιο να πάρω, περίμενα να δω τι θα κάνουν οι άλλοι. Η Gréco μου είπε πως εκείνος που σήκωνε το τηλέφωνο ήταν ο πιανίστας της και πως μόλις έμαθε ότι δεν με έφερνε σε επαφή μαζί της τον έδιωξε. Είναι γραμμένο και στην αυτοβιογραφία της αυτό. Μου είπε ακόμα ότι της άρεσε ο μελωδικός μου τρόπος και ότι θα ήθελε να ερμηνεύσει τραγούδια μου.» Η συνεργασία του Γιάννη Σπανού με την Juliette Gréco απέφερε κατ’ αρχήν δύο τραγούδια (Frère Jacques και Sixsoldats) που κυκλοφόρησαν το 1968, αλλά και έναν ολόκληρο δίσκο LP που περιελάμβανε δώδεκα τραγούδια σε στίχους γάλλων ποιητών (Paul Verlaine, Louis Aragon, Paul Eluard, Robert Desnos, Maurice Maeterlinck, Marie Noël, Pierre Seghers κ.ά.) και κυκλοφόρησε το 1969 με τον τίτλο Complainte amoureuse.

Οι ορχηστρικοί δίσκοι και τα soundtracks

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 κυκλοφόρησαν -στο Βέλγιο, αλλά και στη Γαλλία- τρεις ορχηστρικοί δίσκοι LP του Γιάννη Σπανού (Mediterranean holiday, Great Greek και Melina- Melina), που τις υπέγραφε με το ψευδώνυμo Kyriakos, διότι κωλυόταν από το συμβόλαιό του. Ενώ στις αρχές του ’70 βγήκε –με την κανονική υπογραφή του συνθέτη και σε παραγωγή του Michel Legrand- ο ορχηστρικός δίσκος LP L’ âme grecque, που το 1973 κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, με τον τίτλο Ελληνική ψυχή. Από τις εργασίες του Σπανού για τον γαλλικό κινηματογράφο αξίζει να αναφερθούν τα soundtracks των ταινιών La chambre rouge (σκηνοθεσία: Jean-Pierre Berckmans- 1973) και Vous intéressez-vous à la chose? (σκηνοθεσία: Jacques Baratier- 1974), με το τραγούδι L’autremoi-même που τραγούδησε στην δεύτερη η Lydia Verkine να γίνεται διεθνής επιτυχία.

Ο επαναπατρισμός

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Γιάννης Σπανός, που μέχρι τότε ερχόταν στην Ελλάδα μόνο για 3-4 μήνες κάθε χρόνο, άρχισε σταδιακά να μειώνει την παραμονή του στη Γαλλία. Ήταν το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για το ελληνικό κοινό που τον οδήγησε στην απόφαση να γυρίσει οριστικά πίσω. Έτσι, από τις αρχές του ΄80 και μετά, οι επισκέψεις του Σπανού στο Παρίσι έγιναν πλέον πολύ αραιές, με τελευταία του δισκογραφική επιτυχία εκεί το τραγούδι Lebonberger, μια «αγιογραφική παρωδία» για τον δοσίλογο στρατηγό Πεταίν που, σε στίχους του Pierre Philippe, τραγούδησε το 1983 ο Jean Guidoni.   Ευχαριστώ τον Κώστα Κωτούλα, τον Γιάννη Δεουδέ και –κυρίως- τον Ηλία Σπυρόπουλο, οι οποίοι μου έθεσαν υπ’ όψιν πολύτιμα στοιχεία, απαραίτητα για την ολοκλήρωση αυτού του κειμένου. Α.Β. (Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του Διφώνου πριν την οριστική διακοπή της κυκλοφορίας του, αριθμός 183, Νοέμβριος 2011)
Πηγή: musicpaper.gr

8eCUgvCwsa

Παναγιώτης Νίκας προς Νίκο Ταγαρά. Να δημιουργηθεί το πλαίσιο για υδρολίπανση ελαιώνων από τον ελαιοπυρήνα.

Previous article

11ος ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός στο Ξυλόκαστρο την Κυριακή 1η Νοεμβρίου

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.