Βασίλης Ρώτας
Οι θησαυροί του Κιαμήλ
Προλογίζει ο Σπύρος Μιχόπουλος
Ο θρύλος για τους αμύθητους θησαυρούς του Κιαμήλ, του βαθύπλουτου μπέη τον “Καζά της Κόρθος”, έχει μεταπλαστεί σ’ ένα πολύ μεγάλο διήγημα από τον πολυτάλαντο και πολύ γνωστό ποιητή, διηγηματογράφο, θεατρικό συγγραφέα τεχνοκρίτη και μεταφραστή και μέσα σ’ όλα αυτά και συνταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού, τον αείμνηστο συμπατριώτη μας (από το Χιλιομόδι) Βασίλη Ρώτα.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην “Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά” του 1959.
Για το θησαυρό του Κιαμήλ-μπέη, που λέει ο θρύλος ότι είναι κρυμμένος σε καταπαχτήστη “Αραγονέρα” πάνω στο Κάστρο του Ακροκόρινθου, κουβέντιαζε ένα βράδυ κουτσοπίνοντας μια παρέα στο σπίτι του Τουμπελέκη στην “Παλιά Κόρθο”.
Στη διπλανή κάμαρη, που τη χώριζε απ’ αυτή που κουβέντιαζαν μια σκεβρωμένη πόρτα, ήταν η γυναίκα του Τουμπελέκη, η Μαργώ. Γονατισμένη πίσω απ’ την πόρτα, είχε κολλήσει τ’ αυτιά της και κρυφάκουγε. Η μεγαλύτερη αδυναμία της Μαργώς ήταν η φαντασία της που τη σήκωνε στον αέρα. Από κορίτσι ήταν θρεμμένη με παλιά παραμύθια, θρύλους, δεισιδαιμονίες, ξόρκια και τα παρόμοια, ιστορεί ο μπάρμπα-Βασίλης. Ακολουθεί το τελευταίο μέρος του διηγήματος.
Σ.Κ.Μ.
Η κουβέντα από μέσα μίλαγε τώρα για τον ίδιον τον Κιαμήλη κι έλεγε πως ακόμα γυρίζει φάντασμα απάνω στο κάστρο τα μεσάνυχτα, έτσι όπως ήταν στη ζωή. Γυρίζει ακόμα στο κάστρο με το ίδιο πάθος που είχε και ζωντανός για τους θησαυρούς του και δεν αφήνει κανέναν να τους βρει.
Αυτά λέγοντας η παρέα σηκώθη κι οι ξένοι τράβηξαν όξω και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ο Τουμπελέκης, μπήκε σε λίγο μουρμουρίζοντας και τρεκλοπατώντας κι έπεσε στο στρώμα πλάι στη Μαργώ, που ‘χε προφτάσει κι ήταν πλαγιασμένη. Προσπάθησε κάτι να της έλεγε, αλλά δεν κατάφερε να μαζέψει τα χείλια του, εβυθίσθη στον ύπνο και το ροχαλητό του ετράνταξε την κάμαρη.
Η Μαργώ ανασηκώθη. Το σπίτι της δεν την εχώραγε. Έτρεμε σύγχρομη, στις πλάτες της έτρεχαν νερά, τα μελίγγια της καμπάνιζαν, τ’ αφτιά της βούιζαν, η ζωή γύριζε μέσα στο κεφάλι της σαν να ‘χε μεθύσει. Σηκώθη και πήγε στο κατώγι, έπιασε λίγο νερό στη χούφτα της απ’ το κανάτι και κείνο ήταν κρασί. Έβρεξε το κούτελο της, ύστερα σήκωσε το κανάτι και ήπιε, ήπιε σαν αγωγιάτης καλοκαίρι που φτάνει σε ανάβρα. Κάτι σαν ξωτικό είχε μπει μέσα της και την έσπρωχνε, δείχνοντας της διαμάντια και περλάντια και φλουριά μέσα σε κιούπια και κασέλες. Άρπαξε το ξινιάρι πίσω απ’ την οξόπορτά της, όπου το ‘βαζε πάντα, και βγήκε στην αυλή. Η βροχή έδερνε την ξεφυλλισμένη συκιά, πάνου η χαμηλή συγνεφιά μουντή με φεγγαράδα, λειψή χωρίς να φαίνεται φεγγάρι κι ο μολυβωτός όγκος του κάστρου υψωνόταν ολόρθος κατά μπροστά της σα να ‘χε το κάστρο περπατήσει κι είχε ρθει και σταθεί απέξω απ’ την πόρτα της.
Έσφιξε το μαντήλι της στο λαιμό της ανεβάζοντας το ως τη μύτη της, έσφιξε στα χέρια της το ξινιάρι, έσφιξε τα σαγόνια της και την καρδιά της σαν να κράταγε μέσα απόφαση για ζωή ή για θάνατο και ξεκίνησε. Έπιασε τον ανήφορο ίσια κατά το κάστρο. Την έσπρωχνε το ξωτικό τάζοντας της τέτοια τρελλή αλλαγή της τύχης, που θα γινόντουσαν όλα τα βάσανα της όνειρο και θα ‘σβύναν, κι αυτή θα ξύπναγε σε μια ζωή γιομάτι πλούτια και μεγαλεία και δόξες.
Η Μαργώ ανέβαινε τον τραχύν ανήφορο με στέρεο πόδι. Έβλεπε μπροστά της μες στη βροχή να της δείχνει τον δρόμο ο ίδιος ο εαυτός της. Έβλεπε μια Μαργώ ντυμένη με τη μόδα, καταστόλιστη να μπαίνει στην εκκλησιά, όπου από ντροπή είχε χρόνια να πατήσει. Έβλεπε πως αυτή η πλούσιο ντυμένη Μαργώ προσκύναγε αγέρωχα κι έκανε τον σταυρό της, πως έπαιρνε την πιο μεγάλη λαμπάδα από το παγκάρι, και πως όλο το εκκλησίασμα παράταγε και ψάλτες και παπάδες και γύριζε και την κοίταζε θαμπωμένα Έβλεπε τα παιδιά της με καινούρια φορέματα όπως τόσες φορές τα ‘χε ονειρευτεί, χωρίς ποτέ να καταφέρει να τα ντύσει με άλλο από κουρέλια. Έβλεπε μπροστά της ακόμα και τον άντρα της με σοβαρή μαύρη φορεσιά να δέχεται στο σπίτι του, το καλύτερο σπίτι της Κόρθος, επισκέψεις, πολιτευόμενους, τον νομάρχη, τον δεσπότη.
Τέτοιες φευγαλέες εικόνες μπροστά της την τραβούσαν στο ανηφόρι και το ξωτικό αποπίσω της την έσπρωχνε στο μονοπάτι, που ανεβαίνει περικοπά και μπαίνει στη φοβερή άλλοτε καστρόπορτα. Έφτασε στη σιδερόπορτα και την πέρασε ατρόμητη, εμπήκε μέσα κι άρχισε να σεργιανάει τα χαλάσματα χωρίς να σκοντάβει πουθενά. Νυχτοπούλια ξεπετάχτηκαν απ’ τους γκρεμισμένους σαραβαλιασμένους τοίχους, τσακάλια έσκουξαν, αλπούδες νιαούρισαν εδώθε και κείθε, οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι από τα παλάτια του Κιαμήλη σηκωνόντουσαν σαν σκιάχτρα μέσ’ στη μουντή φεγγαράδα.
Η Μαργώ προχωρούσε γραμμή για τη Δραγονέρα. Εστάθη μια στιγμή για να θυμηθεί το μέρος, εκεί έξαφνα είδε αντίκρα της ένα φως κι ένιωσε ξαφνικά να ζωντανεύουν οι τρίχες του κεφαλιού της. Νάτον, ο ίδιος ο Κιαμήλης, με τα σαρίκια του, τις ασημοκουμπούρες του, τη γενιάδα του την κουρεμένη, ψηλός σαν καμπαναριό, δρασκελάει αγέρωχος με το κομπολόι στο χέρι, σεριανάει, κάνει επιθεώρηση στο κάστρο.
Η Μαργώ εστάθη και καρφώθηκαν τα πόδια της στο χώμα. Το ξωτικό που την είχε σπρώξει ως εκεί κάτι της εσφύριξε στ’ αφτί κι η Μαργώ βρήκε πάλι όλο της το θάρρος και σαν τώρα η πορεία της να μπήκε σε σωστόν δρόμο και να ‘φτανε στην ολοτελευταία καμπή, όπου παίζονται όλα για όλα, περίμενε κι άφησε το φάντασμα να περάσει μπροστά της κι ύστερα το πήρε αποπίσω. Ο ίδιος ο Κιαμήλ θα την πήγαινε στην καταπαχτή με τους θησαυρούς.
Άρχισε για τη Μαργώ μια πορεία πάνω στο κάστρο μεγαλύτερη απ’ όλες τις πορείες που ‘χε κάμει στη ζωή της, τρομερότερη απ’ όλες τις πορείες που ‘χε ακούσει σε παραμύθια και σε κυνηγητά από Τούρκους ή ληστές. Το φάντασμα εμπρός και κείνη πίσω του. Πρώτα την πήγε απάνω στα μπεντένια του κάστρου, τα σεριάνισε η Μαργώ ανατολή δύση. Είδε από κει τον Ισθμό, το Λουτράκι, τον Κορινθιακό και τον Σαρωνικό, τον φάρο του Μύτικα ν’ ανοιγοκλείνει το φωτεινό του μάτι. Είδε ένα ολόφωτο πλοίο, που ‘κανε την παρέλαση του κάτω στο μάκρος της μαύρης νύχτας. Όλ’ αυτά τα είδε αλλά δεν τα κοίταξε. Τα ‘βαλε κι αυτά μέσα της σαν θάματα του κόσμου περίεργα και καταπληχτικά, που όμως γι’ αυτήν ένα ήταν το μεγάλο θάμα, το πιο αληθινό και καταπληχτικό, το φάντασμα του Κιαμήλη, που φωτεινό την οδηγούσε μπροστά κι αυτή τ’ ακολουθούσε αποπίσω, τρέχοντας, λαχανιασμένη, με την ψυχή στο στόμα, πάνω από αγκάθια, πέτρες, βράχους, ανάμεσα από παλιούρια. Το φουστάνι της είχε ξεσκιστεί κουρέλια, τα κρέατα της έτρεχαν αίματα.
Κάποτε το φάντασμα εστάθη, εστάθη και η Μαργώ. Είδε πως το φάντασμα κατέβαινε κάπου, είχε χωθεί το μισό στη γης, μόνον ο μισός Κιαμήλης φαινόταν. Η Μαργώ γνώρισε την καταπαχτή όπου αρχίζει ο υπόγειος δρόμος με τα πέτρινα μισογκρεμισμένα σκαλοπάτια. Έσφιγγε το ξινάρι να του ‘μπηγε τα νύχια της στο στυλιάρι. Με τ’ άλλο χέρι έσφιγγε στο στήθος την καρδιά της να μην έκανε φτερά.
Το φάντασμα σα να μετάνιωσε, ξανανέβηκε απάνω, έκανε μεταβολή, και περνώντας αγέρωχο μπροστά από τα γουρλωμένα μάτια της Μαργώς, χωρίς καν να την κοιτάξει, τράβηξε πάλι κατά τα μπεντένια. Η Μαργώ το ακολούθησε αγκαλά σπασμένη από κούραση κι αγωνία. Άκουγε με τ’ αφτιά της την ανάσα της τη λαχανιασμένη που ‘βγαινε από το στήθος της σαν βογγητό ανθρώπου που βασανίζεται στον ύπνο του. Το φάντασμα τράβηξε κι ανέβηκε στον τοίχο πάνω στα μπεντένια και χάθηκε απ’ την πίσω μεριά. Άνοιξε βήμα η Μαργώ, έβαλε νύχια και γόνατα και σκαρφάλωσε απάνω στον τοίχο και βρέθηκε εκεί ίσα ίσα που από κάτω είναι το χάος. Γιατί εκεί πέφτει κοφτά ο μεγάλος βορεινός, πετρωτός, μολυβωτός γκρεμός.
Εκεί, ψάχνοντας να ιδεί που επήγε το φάντασμα, θυμήθη πως στα ρίζα του γκρεμού είχαν βρει κάποτε κάποιον, που ‘χε γκρεμιστεί. Τον είχαν βρει ένα δεμάτι χέρια, πόδια, ρούχα κι’ αίματα, το πρόσωπο του ακόμα με μισογουρλωμένα μάτια και το καύκαλό του τρυπημένο πίσω στον σβέρκο μ’ ένα κλαδί που ‘χε μπει απ’ τον λαιμό κι είχε καρφωθεί μέσα στο μυαλό του. Η Μαργώ έκανε τη σκέψη πως κι αυτός θα ‘χε ψάξει για τους θησαυρούς του Κιαμήλη. Έψαχνε με λαχταρισμένα μάτια για το φάντασμα. Δεν το ‘βλεπε πουθενά. Γύρισε πίσω. Εκεί που νόμιζε πως το ‘βλεπε, εκείτο ‘χανε.
Έξαφνα μια αλλιώτικη, μια γλυκιά θύμηση της έφερε το μέρος μπροστά της που βρισκότανε. Εγνώρισε την τρύπα της Δραγονέρας. Τούφες, βάτα και θάμνα κι αγκάθια τη σκέπαζαν σα να ‘θελαν να την προφύλαγαν από μάτια. Η Μαργώ στ’ ακρόχειλο. Μέσα της ανακατευόντουσαν θυμήματα από παιδικά χρόνια με λουλούδια και παιχνίδια και ξένοιαστες χαρές και μαζί μ’ αυτά ένας σίφουνας τρομερός που ξεσήκωνε πόθους αναμένους κι ελπίδες φλογερές.
Η Μαργώ σα να είχε ιδεί πως εκεί μέσα είχε μπει ο Κιαμήλ, ήταν βέβαιη. Προσπάθησε να ‘βρισκε μέρος να κατέβαινε. Κάτι πέτρες κύλησαν απ’ τα πόδια της κι από μέσα απ’ το βάθος ήρθε γλυκό κάλεσμα απ’ τον αντίλαλο του νερού.
Η Μαργώ είχε φτάσει και προσπεράσει εκείνη την καμπή απ’ όπου πια δεν έχει πίσω. Μέσα στο βάθος της Δραγονέρας εγυάλισε κάτι σαν σύνθημα για εκεί που όλα τελειώνουν κι ο άνθρωπος βρίσκει έτσι κι αλλιώς το ποθούμενο, κι ας είναι απέραντο.
Εκεί την τράβηξαν οι θησαυροί του Κιαμήλ, γιατί όλα αυτά τα φλουριά και τα διαμάντια έλαμψαν με όλη τους τη λαμπρότητα μέσα στο βάθος της σπηλιάς και την τράβηξαν για τ’ είντουσαν πολύ πιο βαριοί απόνα άσαρκο ανθρώπινο κορμί με φαντασία. Η φαντασία επνίγηκε και χάθηκαν οι θησαυροί.
Τώρα γυρίζουνε δυο φαντάσματα στο κάστρο της Κόρθος, ένας Κιαμήλ με τα σαρίκια του, τις ασημοκουμπούρες του, την κουρεμένη του γενιάδα, ψηλός σαν καμπαναριό, που σεριανάει το κάστρο και φυλάει τους θησαυρούς του κι ένα άλλο, η Μαργώ η Τουμπελέκαινα, ίσκιος, μεσόκοπη, άσαρκη γυναίκα με το ξινιάρι στο χέρι που ψάχνει να τους βρει.
Comments