ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πέθανε στα 68 του ο Χρήστος Κυριαζής

0

Μια από τις πιο αγαπητές και ενδιαφέρουσες μορφές του ελληνικού πενταγράμμου έφυγε από τη ζωή χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Ηταν εξαιρετικός σχεδιαστής επίπλου, επιτυχημένος επιχειρηματίας, λαϊκός τραγουδιστής. Ενας γνήσιος τύπος που τα βιώματά του τα έκανε στίχους και μελωδίες μιας κιθάρας

Υπήρχε μια εποχή που τραγούδια όπως τα «Επιμένω», «Εχω κλάψει», «Μου θυμίζεις τη μάνα μου», «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια», «Ελα μωράκι μου», ερμηνευμένα από τη χαρακτηριστική φάλτσα φωνή του, αρκούσαν να προκαλέσουν ντελίριο στα ερτζιανά και στα κλαμπ. Αυτή η εποχή σαν να έχασε ξαφνικά τον ήχο, το ύφος και τον ερωτικό καημό της την Τετάρτη. Ο Χρήστος Κυριαζής έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Γεννημένος το 1953 στον Πειραιά, ο Κυριαζής λάτρευε τη μουσική από μικρός –έμαθε μόνος του κιθάρα, έγραφε στοίχους που ερμήνευαν άλλοι, τραγουδούσε, έστηνε μουσικά συγκροτήματα– μολονότι παράλληλα υπήρξε διάσημος και επιτυχημένος επιπλοποιός. Οι περισσότεροι που τον γνώρισαν τον περιέγραψαν ως μια φιγούρα μοναδική, μποέμ, με ταλέντο, πάθη, τύχη, έρωτες, περιπλανήσεις αλλά και επιστροφές, πάντα στον Πειραιά, μια γήινη παρουσία που δεν παρασύρθηκε από την επιτυχία. «Απλές ιστορίες ανθρώπων, αυτά είναι τα τραγούδια μου», έλεγε. Και έτσι ήταν. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο από μια χώρα που εκείνη την εποχή άρχιζε να βυθίζεται στον βάλτο του ανούσιου lifestyle και αναζητούσε μια κάποια ουσία σε όλα αυτά. Ποιος δεν θα αγαπούσε έναν τύπο που είχε κλάψει για τόσο πολλές γυναίκες; Τα είχε διηγηθεί καλύτερα ο ίδιος σε μια συνέντευξή του πριν από λίγα χρόνια στον Δημήτρη Ν. Μανιάτη για «Τα Νέα». ♦ «Eίχα τους What a Pity, Mirabilis Jalapa, Baroneti, παίζοντας σε μουσικά πρωινά, σε κινηματογράφους και κλαμπ. Με τις Πρόκες γράφαμε ελληνικό στίχο. Μας άκουσε σε μια συναυλία ο Τάσος Φαληρέας στο Σπόρτιγκ και με πήρε στη Λύρα». ♦ «Πριν από αυτό είχα τους Baroneti και πάμε στην Πρέβεζα σε τουριστικό περίπτερο να παίξουμε. Το δεύτερο βράδυ γίνεται σεισμός, φεύγει όλος ο τουρισμός. Αδειάζει όλη η πόλη, έπαθε πλάκα ο επιχειρηματίας. Εμείς είχαμε πάρει κάτι λεφτά, τα φάγαμε σε μπαρ, δεν είχαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα. Και βλέπω ένα καΐκι. Πήγαινε στη Λευκάδα. Μπαίνουμε μέσα, τζάμπα, με τα όργανα. Η Λευκάδα ήταν τοπίο στην ομίχλη, δεν κινούνταν τίποτε. Δεν ξέραμε πώς να πάμε Αθήνα. Παίρνει το μάτι μου ένα κτίσμα, ήταν ζαχαροπλαστείο με χαλικάκι: εδώ θα κάνουμε δουλειά. Πάμε και τους λέμε: Να σας παίξουμε; Δεν θέλανε. Και φεύγουμε. Πίσω από αυτόν που απάντησε ήταν κάτι τύποι που παίζανε μπιλιάρδο. Με πλησιάζει ο ένας: Με λένε Πάρη, φέρτε τα όργανα να παίξετε, άστε τον πατέρα μου. Ηταν ο γιος του ιδιοκτήτη. Ο Χρήστος Κυριαζής στη Λευκάδα ♦ «Περιμέναμε μέχρι το βράδυ να έρθει ο κόσμος. Και έρχονταν κάτι γεροντάκια και έτρωγαν πάστες. Δώσε μου λεφτά να γυρίσω Αθήνα, δεν γίνεται εδώ, του λέω. Σε παρακαλώ, μου λέει, μου δίνεις μια μέρα; Του λέω, τι θα κάνεις; Εχει Ιταλούς, όλο το νησί, κάτσε να βάλω αφίσες σε όλα τα δέντρα. Και την άλλη μέρα έγινε χαμός. Κάτσαμε όλο το καλοκαίρι, το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Γνωρίζω μια Ιταλίδα και μου λέει πάω Μιλάνο. Φύγαμε. Ετσι έγινε». ♦ «Κατ’ αρχάς, τα αδέλφια μου κάνανε έπιπλα. Πολύ καλά μαστόρια. Κάποια στιγμή στην Ιταλία, έφυγα από Πάδοβα, ξημερώματα, γνωρίζω τη Στέλλα, τρομερή, μου λέει: Κάνω Ιατρική, εσύ τι θες να κάνεις; Μπες σε κάποια σχολή να κάνεις έπιπλο – είχαμε συζητήσει για τα αδέλφια μου και τη δουλειά τους. Με βουτάει και πάμε Μιλάνο, βλέπω έπιπλα και τρελαίνομαι – εμείς εδώ είχαμε κάτι σύνθετα, κάτι σκρίνια, οι Ιταλοί ήταν μπροστά. Ετσι σπούδασα». ♦ «Γυρίζω στην Ελλάδα, ψάχνω παράλληλα να κάνω συγκρότημα. Τότε πάω με τα αδέλφια μου για δουλειά. Ο μικρός Ανδρέας με πήρε χαμπάρι, μου λέει: Τι γίνεται στην Ιταλία; Του λέω: Ο,τι κάνετε εδώ στην Ελλάδα είναι για κάψιμο. Εχεις φέρει τίποτε σχέδια; με ρωτάει. Εχω δικά μου, του λέω. Και τα βλέπει. Ο Ανδρέας είχε την τρέλα μου. Πάω στο μαγαζί μια μέρα, 37 τ.μ. όλο κι όλο, το ένα έπιπλο πάνω στο άλλο. Του λέω: Δεν γίνεται! Πάμε κεντρικά. Το είπα και με ένα στυλ λίγο υπεροπτικό, δεν έπρεπε. Μου λέει ο μεγάλος: Από εδώ βγάζουμε το ψωμί μας. Αν δεν πιάσουμε μαγαζί κεντρικά, δεν μπαίνω, επέμεινα. Το κάνουμε και γίνεται χαμός» ♦ «Το μπραντ λεγόταν “Mob Kyriazis”. Ανοιξα μαγαζιά σε Καλαμάκι, Κηφισίας, Κολωνάκι, Π. Φάληρο. Ετυχε εκείνη την εποχή αυτά που σχεδίαζα να τα θέλει ο κόσμος. Δεν μπορώ να πω ότι δεν υπήρχαν άλλα ταλέντα. Κάναμε δικά μας πράγματα τότε εγώ και τα παιδιά του “Κατοικείν”. Πήγε πολύ καλά όλο αυτό». ♦ «Πάντα δίπλα μου ήταν η κιθάρα. Και έγραφα. Και από τότε πάντα λέω μόνο τα δικά μου». ♦ «Ξεκινώ την ιστορία με τα έπιπλα και πάει καλά. Από τον πρώτο δίσκο που έκανα στη Λύρα ακούει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το “Βράδυ Σαββάτου” και μου λέει “το θέλω”. Με πήρε πρώτα ο Αχιλλέας Θεοφίλου και μετά ο Βασίλης. Αρχισε να ακούγεται το όνομά μου. Μου λέει ο Αντώνης ο Τουρκογιώργης να κάνουμε και άλλο δίσκο. Κάναμε ενορχήστρωση από τηλεφώνου, “άκου τα μπετά (μπάσο ντραμς)”, του έλεγα εγώ “πιο αργά ή πιο γρήγορα” και τα έφτιαχνε». Τότε είχα και ένα μουσικό καφενείο στην Καστέλλα. Μου τηλεφωνάει η κοπέλα που είχα εκεί: Ελα στο μαγαζί, έχει έρθει με παρέα η Βάνα Μπάρμπα. Πάω εκεί, ωραία τύπισσα, ωραία παρέα ♦ «Υστερα από κάποιους δίσκους, λοιπόν, του στέλνω τα κομμάτια από το “Μου θυμίζεις τη μάνα μου”. Μου λέει, “ρε συ, εδώ κάτι γίνεται. Λες άλλα πράγματα, Χρήστο. Ελα να τα πεις”. Τα λέω, αρχίζει ο Αντώνης να τα πηγαίνει σε εταιρείες. Αλλά απαντούν όλοι “όχι”. “Δεν καταλαβαίνουν”, μου λέει. “Μήπως με αγαπάς απλά πολύ;” τον ρωτάω. Ερχεται μια μέρα να πάρει έπιπλα ο Γιώργος Πολυχρονίου με τη Μάγκυ. Μου λέει: “Εχεις τίποτε; Δώσε”. Τους αρέσουν και τα πηγαίνουν στη Sony, στη μόνη όπου δεν είχε πάει ο Αντώνης. Δεν ενδιαφέρθηκαν. Περνάνε δύο μέρες, χτυπάει το τηλέφωνο, ήταν ο παραγωγός Γιαρμενίτης: “Δεν μου αρέσει, αλλά το άκουσε η γυναίκα μου και την ακούω σε πολλά. Θα τυπώσουμε 2.000”. “Και 500”, του λέω. Αρχίσανε από την εταιρεία να μου κάνουνε δώρα. Δεν είχα πάρει χαμπάρι, με τα μαγαζιά και το τρέξιμο, ήμουν σε ξύλα μέσα, πέρασε κάνα πεντάμηνο να γίνει επιτυχία». ♦ «Επέλεγα και τα εξώφυλλα. Δεν ήθελα να βάλω το πρόσωπό μου, δεν ήθελα να κάνω ζημιά στα έπιπλα. Κάποιοι λέγανε: Είναι τόσο άσχημος που δεν μπαίνει εξώφυλλο; Δεν ξέρεις τι άκουσα!» ♦ «Εγώ ήμουν παντρεμένος. Σε εξόδους τυχαία έβλεπα τη Βάνα (Μπάρμπα). Χωρίζω. Κάποια στιγμή έχω μια άλλη σχέση. Κάποτε, δεν ξέρω πώς γίνεται, ήμαστε καλεσμένοι σε θέατρο, τσακωθήκαμε με την τότε σύντροφό μου, φεύγω και όπως φεύγω πέφτει πάνω μου η Βάνα. Εγώ τότε είχα και ένα μουσικό καφενείο στην Καστέλλα. Μου τηλεφωνάει η κοπέλα που είχα εκεί: Ελα στο μαγαζί, έχει έρθει με παρέα η Βάνα Μπάρμπα. Πάω εκεί, ωραία τύπισσα, ωραία παρέα, και με κάλεσε να πάμε μαζί στο χωριό της, στο Ασπροκκλήσι, στην Ηπειρο. Ετσι ξεκίνησε η ιστορία». ♦ «Η γειτονιά μου ήταν στην Κόνωνος. Λιμάνι. Αγιος Διονύσης. Μια γειτονιά όλο αποθήκες. Το πατρικό μου ήταν ένα διώροφο με αυλή, ορτανσίες. Γύρισα ύστερα από πολλά χρόνια και έγραψα το “Κυριακή απόγευμα” που είπε ο Βασίλης Λέκκας στο Φεστιβάλ Κέρκυρας. Ο Χατζιδάκις ήθελε να το πω εγώ. Είχα ένα συγκρότημα, έπρεπε να πάω στη Θεσσαλονίκη. Ο Γκάτσος με ρώταγε για τους στίχους, “ποια είναι η γειτονιά αυτή;”». ♦ «Την αγάπησα τη Δραπετσώνα. Κόλλησα. Φίλους, γυναίκες, ταβέρνες… Εργάτης ήμουν κι εγώ. Μου άρεσαν οι εικόνες, τις είχα δει στον Παζολίνι. Χαράχτηκαν οι εικόνες. Να παίζουν μπαρμπούτι οι λαϊκοί άνθρωποι. Να τρώνε πιροσκί. Απλές ιστορίες ανθρώπων. Αυτά είναι τα τραγούδια μου».

Πηγή: Protagon.gr

Με το λούνα παρκ ανακύκλωσης ξεκίνησε η καμπάνια ενημέρωσης του δήμου Κορινθίων

Previous article

Κορωνοϊός: 70 νεκροί – 68 νέα κρούσματα η Κορινθία και 7.105 πανελλαδικά – 489 διασωληνωμένοι

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.