ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Εθνικό Θέατρο: Εξερευνώντας το δαιδαλώδες κτίριο Τσίλερ

0

Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα και μια αναδρομή στην ιστορία του κεντρικού κτιρίου του Εθνικού Θεάτρου..

Ηβασιλική είσοδος με το κλιμακοστάσιό της, το εντυπωσιακό φουαγέ του 1ου ορόφου. Το φουαγέ που συνδέεται με την επιβλητική αίθουσα εκδηλώσεων, την παλιά αίθουσα χορού, μία από τις ωραιότερες αίθουσες της Αθήνας. Το νέο κτίριο της επέκτασης, πάνω από το παλαιό υπόγειο γκαράζ, το οποίο έχει ανακαινιστεί και στεγάζει πλέον τη Νέα Σκηνή. Η εναλλαγή μαρμάρων και ζωγραφισμένων τσιμεντοπλακιδίων στα δάπεδα, οι τοίχοι και οι οροφές με τον εκπληκτικό ζωγραφικό διάκοσμο, χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του Ερνέστου Τσίλερ.

Ευέλικτος και λειτουργικός θεατρικός χώρος για όσους εργάζονται στο κτιριακό συγκρότημα, μαγικό σύμπαν για όσους συνέδεσαν επί δεκαετίες τη ζωή τους με τη θεατρική πραγματικότητα, μνημειακό κτιριακό συγκρότημα μοναδικής αίγλης ακόμα και για τον πλέον ανυποψίαστο, σκηνές στις οποίες γράφτηκε η θεατρική ιστορία του τόπου και συνέβαλαν στην πνευματική αναγέννηση. To φως που καίει καθημερινά στο εσωτερικό του Εθνικού Θεάτρου είναι η δύναμη που περιμένει να ανοίξουν οι πόρτες και να ξαναγγίξει το κοινό.

Ο πολιτισμός, με σταθερά, προσεκτικά βήματα, επανακάμπτει. Οι θερινοί κινηματογράφοι ξαναγέμισαν σινεφίλ. Τα ανοιχτά θέατρα και οι μουσικές σκηνές υποδέχονται ξανά κόσμο, τα φεστιβάλ μπαίνουν και πάλι σε δημιουργικούς ρυθμούς. Μια νέα φωτογράφιση του κτιριακού συγκροτήματος επιβεβαιώνει πως μπορεί το Εθνικό Θέατρο να έχει μήνες να υποδεχτεί θεατές, αλλά παραμένει πάντοτε ένα σπάνιο, ζωντανό κύτταρο πολιτισμού στην καρδιά της Αθήνας.

Η ανέγερση του κτιρίου της Κεντρικής Σκηνής άρχισε το 1891, αλλά το 1895 οι εργασίες διακόπηκαν προσωρινά λόγω οικονομικών δυσχερειών, καθώς τα χρήματα που προορίζονταν για την ολοκλήρωση του θεάτρου διοχετεύτηκαν στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.

«Ολόκληρο το κτίριο Τσίλερ είναι ένα κομψοτέχνημα. Οι χώροι όχι μόνο του κοινού αλλά και εργασίας είναι εξίσου προσεγμένοι. Είναι προνόμιο να δουλεύουμε σε τέτοιο κτίριο! Μου αρέσει πολύ η διαδρομή από την είσοδο με τις Καρυάτιδες, προορισμένη για τον βασιλιά και την ακολουθία του, μέχρι το “βασιλικό” θεωρείο του πρώτου εξώστη. Η σκάλα απέναντι από την είσοδο και δίπλα στον μεγάλο καθρέφτη καταλήγει σε μια μικρή αίθουσα “αναμονής” –σήμερα χρησιμοποιείται για τις συνεδριάσεις του Δ.Σ.– που έχει απευθείας πρόσβαση στο θεωρείο του πρώτου εξώστη, απ’ όπου ο βασιλιάς και οι αυλικοί παρακολούθησαν τις λιγοστές παραστάσεις που πρόλαβαν να γίνουν προτού το θέατρο κλείσει. Είναι ένα θεωρείο πλαϊνό ουσιαστικά, όπου όποιος καθόταν μπορεί να μην έβλεπε καλά όλη τη σκηνική δράση, αλλά, αν μη τι άλλο, τον έβλεπαν οι πάντες!» μας εξήγησε η καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου Έρι Κύργια όταν της ζητήσαμε να διαλέξει την αγαπημένη της γωνιά στο κτίριο.

Το 1887 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, προς αξιοποίηση της δωρεάς του ομογενούς εμπόρου Στέφανου Ράλλη, και με την παρακίνηση του Γεωργίου Βλάχου, αποφάσισε την ανέγερση του Βασιλικού Θεάτρου των Αθηνών, σύμφωνα με τα πρότυπα των σκηνών της Ευρώπης. Για τον σκοπό αυτό αγόρασε από τον οικονομικό του σύμβουλο Νικόλαο Θων οικόπεδο στην Αγίου Κωνσταντίνου και ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Τσίλερ τη σύνταξη του σχεδίου.

Η ανέγερση του κτιρίου της Κεντρικής Σκηνής άρχισε το 1891, αλλά το 1895 οι εργασίες διακόπηκαν προσωρινά λόγω οικονομικών δυσχερειών, καθώς τα χρήματα που προορίζονταν για την ολοκλήρωση του θεάτρου διοχετεύτηκαν στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Μετά την επανέναρξη των εργασιών, ο Τσίλερ, σε βάρος της ποιότητας της κατασκευής, δεν συνέχισε την επίβλεψη των εργασιών.

Σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό του κτιρίου, το μικρό και μειονεκτικό οικόπεδο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το θέατρο δεν επέτρεψε στον Γερμανό αρχιτέκτονα να συνθέσει ένα θέατρο ανάλογο των προσδοκιών του. Ο Τσίλερ εκτέλεσε τη μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη όλο το πλάτος του οικοδομικού τετραγώνου, με την πρόβλεψη ότι αργότερα θα αγοραζόταν και η ιδιοκτησία της οδού Μενάνδρου και θα ολοκληρωνόταν η διάταξη του θεάτρου κατά την τρίτη πλευρά.

Η σύνθεσή του, όμως, δεν μπόρεσε να αναδειχτεί μέσα στο συνεχές οικοδομικό σύστημα στο οποίο εντάχθηκε, ενώ αδικείται κατάφωρα με την αναγκαστική τοποθέτησή του απευθείας στην οικοδομική γραμμή, σε ένα οικόπεδο που στερείται οποιουδήποτε ελεύθερου χώρου μπροστά του.

Η όψη του προς την οδό Αγίου Κωνσταντίνου αρθρώνεται με πυκνή διάταξη των προεξεχόντων κορινθιακών κιόνων που υψώνονται στο στιβαρό ρούστικο «βάθρο» του ισογείου και στηρίζουν τον τεθλασμένο θριγκό, κατά το πρότυπο της βιβλιοθήκης του Αδριανού. Το πρότυπο αυτό δεν αποτελεί απλώς στοιχείο μίμησης αλλά ενσωματώνεται στη νέα σύνθεση ως αυτοδύναμη καλλιτεχνική δημιουργία. Η σύνδεση αυτή, με την έντονη πλαστικότητα που διακρίνει τα βάθρα του στυλοβάτη και την πολλαπλή πλαισίωση των ανοιγμάτων, εκδηλώνει μια διαφοροποίηση από το κλασικό ύφος, παρά το γεγονός ότι ανάγεται στο δεδομένο ρωμαϊκό πρότυπο.

Στα κενά μεταξύ των κιόνων οι μπαλκονόπορτες του φουαγέ, που κοσμούνται με περίτεχνα τοξωτά πλαίσια και ανάγλυφες μυθικές μορφές, αντιστοιχούν σε ορθογώνια θυρώματα του ισογείου, που αποτελούν και την κυρία είσοδο του θεάτρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η πλάγια είσοδος, με τις δύο Καρυάτιδες εκατέρωθεν και το μεταλλικό στέγαστρο. Οι αρχικές εσωτερικές εγκαταστάσεις σκηνής, φωτισμού και θέρμανσης, δε, ήταν οι πιο προηγμένες εκείνης της εποχής, σχεδιασμένες από Βιεννέζους μηχανικούς και κατασκευασμένες σε εργοστάσια του Πειραιά. Ως προς τη λειτουργική του οργάνωση, το Βασιλικό Θέατρο σχεδιάστηκε με πρότυπο το αντίστοιχο Βασιλικό Θέατρο Dagmar της Κοπεγχάγης και ως προς τον διάκοσμο αυτό της Δρέσδης.

Ακολουθώντας την παράδοση των θεάτρων της Γερμανίας και της Βιέννης, δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στη σκηνή και αμέσως μετά στην αίθουσα, με τη σχεδόν κυκλική πλατεία και τους δύο αμφιθεατρικούς εξώστες. Με χωρητικότητα που έφτανε περίπου τους χίλιους θεατές, η αίθουσα είχε μόνο τέσσερα θεωρεία, δεξιά και αριστερά και αριστερά του προσκηνίου, ένα από τα οποία ήταν το βασιλικό. Ήταν θεωρείο με εντελώς ανεξάρτητη είσοδο και φουαγέ και βρισκόταν κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, με αποτέλεσμα η παρουσία της βασιλικής οικογένειας να αποτελεί μέρος του θεάματος.

Με τα πολλά, το κτίριο του θεάτρου ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1901, με δωρεές άλλων ομογενών και κρατική επιχορήγηση. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 24 Νοεμβρίου του ίδιου έτους με τα μονόπρακτα «O θάνατος του Περικλέους» του Δημητρίου Κορομηλά και το «Ζητείται υπηρέτης» του Μπάμπη Άννινου, έναν μονόλογο από τη «Μαρία Δοξαπατρή» του Δημητρίου Βερναρδάκη και εκτελέσεις μουσικών έργων. Πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής ορίστηκε ο λογοτέχνης, κριτικός, διπλωμάτης και πολιτικός Άγγελος Βλάχος. Λειτούργησε ως επίσημο βασιλικό θέατρο με προσκλήσεις μέχρι το 1908, οπότε δόθηκε σε κοινή χρήση και μετονομάστηκε σε Εθνικό Θέατρο.

Από το 1908 μέχρι το 1932 μία ακόμα μεγάλη ταλαιπωρία περίμενε το Εθνικό Θέατρο, αφού παραμένει κλειστό, λόγω κακής οικονομικής διαχείρισης, για περίπου είκοσι τέσσερα χρόνια, φιλοξενώντας σποραδικά ξένους θιάσους και ποικίλες καλλιτεχνικές, κοινωνικές εκδηλώσεις. Το 1922, όπως και πολλά άλλα δημόσια κτίρια, χρησιμοποιείται για την προσωρινή στέγαση προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, γεγονός που επιδεινώνει την κατάστασή του.

«Στα ίδια αυτά θεωρεία όπου σήμερα καθόμαστε φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς πρόσφυγες που συνέρρεαν στην πρωτεύουσα τις δύσκολες στιγμές του ελληνισμού. Όταν βρίσκομαι εκεί, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι εικόνες από τη μία και την άλλη κατάσταση, τόσο μακρινές σ’ εμάς σήμερα και τόσο αντιφατικές μεταξύ τους: από τη μια μέλη μιας Αυλής, που δεν υπάρχει πια, ντυμένα λαμπρά, να παρακολουθούν θέατρο, και από την άλλη ξεριζωμένοι άνθρωποι, αντιμέτωποι με τη φτώχεια, την εγκατάλειψη και τον ρατσισμό, πρόγονοι χιλιάδων θεατών και καλλιτεχνών μας σήμερα» σημειώνει η Έρι Κύργια.

Το 1930 το Βασιλικό Θέατρο, με νόμο που υπέγραψε ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου, έδωσε τη θέση του στον νεοσύστατο οργανισμό Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα, ξεκίνησαν και οι πρώτες σημαντικές εργασίες ανακαίνισης και εκσυγχρονισμού των χώρων και των σκηνικών εγκαταστάσεών του με την ευθύνη του αρχιτέκτονα και σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη. Τα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν το 1932 με τις παραστάσεις «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και «Ο Θείος Όνειρος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Διευθυντής ορίστηκε ο Ιωάννης Γρυπάρης και μόνιμος σκηνοθέτης ο Φώτος Πολίτης.

Το 1960-63 κατεδαφίστηκε το ξενοδοχείο «Μεσσήνη» στη γωνία της οδού Μενάνδρου, το Εθνικό Θέατρο επεκτάθηκε σε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο και χτίστηκε η νέα πτέρυγα (της Νέας Σκηνής). Παρά την προσθήκη αυτή, η ανάγκη για επιπλέον χώρους οδήγησε σε μια νέα μελέτη που προέβλεπε τη στέγαση της δραματικής σχολής, εργαστηρίων και γραφείων τη δεκαετία του 1970 στην πίσω πλευρά του οικοπέδου, που παρέμενε ανεκμετάλλευτη. Οι νέες εργασίες ξεκίνησαν το 1979, αλλά σταμάτησαν το 1982, μετά τον σεισμό του 1981, με την ολοκλήρωση μόνο των υπόγειων χώρων, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για τη στάθμευση αυτοκινήτων, ενώ αργότερα, τη δεκαετία του 1990, στέγασαν και την Πειραματική Σκηνή.

Ο σεισμός του 1999 και η τελευταία αποκαλυπτική ανακαίνιση

Όπως και ο σεισμός του 1981, έτσι κι αυτός του 1999 προκάλεσε νέες φθορές στο κτίριο, έτσι το 2001 αποφασίστηκε η αναστολή της λειτουργίας της Κεντρικής Σκηνής για προληπτικούς λόγους. Με ενέργειες του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή Νίκου Κούρκουλου ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια για την ανακαίνιση και την αποκατάσταση του κτιρίου με στόχο την ανάδειξη και τον πλήρη εκσυγχρονισμό του σπουδαίου αυτού αρχιτεκτονικού μνημείου.

Το έργο εντάχθηκε στο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2000-2006 και υλοποιήθηκε με τη συγχρηματοδότηση του ελληνικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τον Μάιο του 2003 ανατέθηκε η προμελέτη του έργου, με βάση την οποία έγινε αποδεκτή και εγκρίθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού η πρόταση ριζικής ανακατασκευής του χώρου της Κεντρικής Σκηνής με την κατεδάφιση της παλαιάς λιθοδομής και την κατασκευή νέας, με μεγαλύτερες διαστάσεις, προκειμένου το θέατρο να αποκτήσει πραγματικά σύγχρονη υποδομή θεατρικής παραγωγής. Τον Μάρτιο του 2006 ολοκληρώθηκε ο διαγωνισμός ανάθεσης της κατασκευής του έργου, υπογράφτηκε η σύμβαση με την εταιρεία Θόλος Α.Ε. του ομίλου εταιρειών της Μηχανικής και ξεκίνησαν οι εργασίες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι του 2009, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Χουβαρδά.

Αρχιτέκτονες, κατασκευαστές, μηχανικοί, συντηρητές και άλλοι ειδικοί εργάστηκαν αδιάκοπα για περίπου τρία χρόνια ώστε να αποκατασταθεί και να εκσυγχρονιστεί πλήρως το μνημειακό αυτό κτιριακό συγκρότημα. Και πράγματι, το κεντρικό κτίριο Τσίλερ έλαμψε και εξοπλίστηκε με τις πλέον σύγχρονες εγκαταστάσεις ενός θεάτρου του εικοστού πρώτου αιώνα. Η ιστορική Κεντρική Σκηνή αποκαταστάθηκε πλήρως, ενώ τα νέα 626 ξύλινα καθίσματα, ντυμένα με κόκκινο βελούδο, ακολούθησαν την αισθητική των παλαιών.

Ωστόσο, η μαγεία και υψηλή αισθητική του παρελθόντος ήρθαν στο φως όταν, στο πλαίσιο της αισθητικής αποκατάστασης, κάτω από στρώσεις επιχρίσματος και μπογιάς, αποκαλύφθηκε ένας κρυμμένος θησαυρός: ο εκπληκτικός ζωγραφικός και γλυπτικός διάκοσμος της μπούκας και των μετοπών των εξωστών, οι τοιχογραφίες και οι οροφογραφίες με παραστάσεις εμπνευσμένες από τη φύση και την αρχαία ελληνική τέχνη, ο περίτεχνος ρόδακας και οι ζωγραφιστοί ερωτιδείς στην οροφή.

«Μια άλλη γωνιά που αγαπώ ιδιαίτερα και δεν αποτυπώνεται ποτέ στις “επίσημες” φωτογραφίσεις είναι η κουίντα κάθε σκηνής» λέει η Έρι Κύργια. «Από εκεί, μόνο όσοι δουλεύουμε στο θέατρο έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε ταυτόχρονα τη μαγεία της παράστασης, τον κρυφό, τέλεια χορογραφημένο κόσμο των παρασκηνίων και τις αντιδράσεις του κοινού, τη μοναδική ατμόσφαιρα που προκύπτει από την αλληλεπίδραση τεχνικών, ηθοποιών και θεατών. Είναι η στιγμή που κατανοώ πλήρως τη ρήση του Γκόφμαν: “Δεν είναι, βέβαια, όλος ο κόσμος μια σκηνή, είναι όμως δύσκολο να πούμε συγκεκριμένα για ποιους κρίσιμους λόγους δεν είναι…”».

Τουρκία – Δυόμισι χρόνια φυλάκισης για τη σύζυγο του Ντεμιρτάς εξαιτίας… τυπογραφικού λάθους

Previous article

Εκτόξευση δορυφόρων χωρίς πύραυλο; Γίνεται με φυγόκεντρο! (video)

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.